-
1 сборный
επ.1. της συγκέντρωσης•я пошёл на сборныйое место πήγα στο μέρος της συγκέντρωσης.
2. μεικτός• σύνθετος•сборный отряд μεικτό τμήμα (απόσπασμα)•
-ая футбольная команда города μεικτή ποδοσφαιρική ομάδα της πόλης.
|| ουσ. -ая θ. (αθλτ.) ομάδα μεικτή•-ая города μεικτή ομάδα της πόλης•
-ая Греции η εθνική ελληνική ομάδα.
3. διάφορος, διάφορου είδους.4. συναρμολογούμενος•сборный дом το λυόμενο σπίτι.
εκφρ.- ая изба – παλ. ίζμπα συγκέντρωσης των χωρικών. -
2 дом
το σπίτι, η οικία, (здание) το οίκημα, το κτήριοдетский - το παιδικό άσυλο, το ορφανοτροφείοкаменный - πέτρινο/λιθόκτιστο -- προκάτРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дом